- φθίμενος
- -ένη, -ον, Αβλ. φθίω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθίμενος — φθίω ks̥i aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
νεοφθίμενος — νεοφθίμενος, η, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φθίμενος, μτχ. παρακμ. τού φθίνω «χάνομαι, πεθαίνω»] … Dictionary of Greek
προφθίμενος — ένη, ον, Α αυτός που έχει πεθάνει πριν από αρκετόν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φθίμενος (< φθίω «καταστρέφομαι, πεθαίνω»)] … Dictionary of Greek
ταχυφθίμενος — ένη, ον, ΜΑ αυτός που μαραίνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φθίμενος, μτχ. παρακμ. τού φθίνω «πεθαίνω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek